πτερόποδα

πτερόποδα
τα, Ν
1. ζωολ. γενική ονομασία πλαγκτονικών οπισθοβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων που άλλοτε αποτελούσαν την ομώνυμη τάξη, ενώ πρόσφατα διαχωρίστηκαν σε δύο τάξεις, τα γυμνοσώματα και τα θηκοσώματα
2. φρ. «ιλύς πτεροπόδων»
(γεωλ.-ωκεαν.) χαλαρό ίζημα βαθιών θαλασσών στο οποίο τα επιμήκη κελύφη τών πτεροπόδων απαντούν σε ποσοστό πάνω από 30%.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteropoda (< πτερό + πούς, ποδός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γυμνόσωμος — η, ο 1. αυτός που έχει γυμνό σώμα 2. το ουδ. εν. ως ουσ. «το γυμνόσωμα» μικρή μύγα που ζει επάνω στα άνθη, κυρίως στα σκιαδανθή 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυμνοσώματα πτερόποδα μαλάκια με μικρό ατρακτοειδές σώμα …   Dictionary of Greek

  • καρινάρια — (Carinaria). Γένος προσωβραγχίων γαστερόποδων μαλακίων. Πρόκειται για πελαγικούς οργανισμούς, που συναντώνται στις τροπικές θάλασσες καθώς και στη Μεσόγειο. Τα κ. φέρουν μακρύ διαφανή πόδα, μεγάλο κυλινδρικό κεφάλι και μικρή σπλαχνική μάζα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”