γυμνόσωμος — η, ο 1. αυτός που έχει γυμνό σώμα 2. το ουδ. εν. ως ουσ. «το γυμνόσωμα» μικρή μύγα που ζει επάνω στα άνθη, κυρίως στα σκιαδανθή 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυμνοσώματα πτερόποδα μαλάκια με μικρό ατρακτοειδές σώμα … Dictionary of Greek
καρινάρια — (Carinaria). Γένος προσωβραγχίων γαστερόποδων μαλακίων. Πρόκειται για πελαγικούς οργανισμούς, που συναντώνται στις τροπικές θάλασσες καθώς και στη Μεσόγειο. Τα κ. φέρουν μακρύ διαφανή πόδα, μεγάλο κυλινδρικό κεφάλι και μικρή σπλαχνική μάζα. Τα… … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek